- περιστατικός
- η , ό[ν] предназначенный для экстренных, особых случаев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιστατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
περιστατικά — περιστατικός of neut nom/voc/acc pl περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc/acc dual περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικῶν — περιστατικός of fem gen pl περιστατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικόν — περιστατικός of masc acc sg περιστατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικαῖς — περιστατικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικαί — περιστατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικοῖς — περιστατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικοῦ — περιστατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικούς — περιστατικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστατικῆς — περιστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)